- διχαλώνω
- [διχάλα]1. πιάνω διχαλωτά, χιαστί2. κάνω κάτι διχαλωτό3. γίνομαι διχαλωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχαλώνω — διχάλωσα, διχαλώθηκα, διχαλωμένος 1. πιάνω κάτι χρησιμοποιώντας διχάλα: Έπιασε το ρούχο με μια διχάλα. 2. κάνω κάτι διχαλωτό. 3. γίνομαι διχαλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχάλωση — η [διχαλώνω] 1. το να καθιστά κανείς διχαλωτό κάτι 2. ορισμένο σημείο σε διάβαση όπου η πορεία πρέπει ν αλλάξει απότομα διεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά … Dictionary of Greek